- μετροῦν
- μετρέωmeasurepres part act masc voc sg (attic epic doric)μετρέωmeasurepres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυναμόμετρο — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των δυνάμεων. Υπάρχουν δύο κύριες κατηγορίες δ.: εκείνα που μετρούν απευθείας την άγνωστη ένταση μίας δύναμης, συγκρίνοντάς την με την ένταση ενός μεγέθους της ίδιας μορφής (π.χ. τα δ. διά μοχλού, τα… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
χιονόμετρο — Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση του χιονιού που έπεσε στο έδαφος. Ο υπολογισμός γίνεται ή με τη ζύγιση του χιονιού ή με τη μέτρηση του ύψους του νερού, που προήλθε από την τήξη του χιονιού. Ορισμένοι τύποι χ. μετρούν την πυκνότητα του χιονιού,… … Dictionary of Greek
βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που … Dictionary of Greek
βολίδα — η (AM βολίς) 1. κάθε τι που εκτοξεύεται, που εκσφενδονίζεται 2. κωνικό βαρίδι με το οποίο μετρούν το βάθος της θάλασσας μέχρι 50 μέτρα μσν. νεοελλ. σφαίρα, βόλι νεοελλ. 1. φωτεινό ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά, διάττοντας αστέρας 2. φρ.… … Dictionary of Greek
γαλομέτρα — η ξύλινο δοχείο που τό χρησιμοποιούν για να μετρούν την ποσότητα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα + μέτρα, η < μετρώ, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
γεωμέτρης — (geometra). Κοινή ονομασία γένους λεπιδοπτέρων της οικογένειας των γεωμετριδών. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάμπιες τους –που στερούνται των τριών πρώτων ζευγών κοιλιακών ποδών και διατηρούν μόνο τα δύο τελευταία ζεύγη του έκτου… … Dictionary of Greek
γναθοδυναμόμετρο — το όργανο με το οποίο μετρούν τη μυική δύναμη τών γνάθων … Dictionary of Greek
εισδυσίμετρο — το συσκευή με την οποία μετρούν τη σκληρότητα ανθεκτικού υλικού εφαρμόζοντας δοκιμή εισδύσεως … Dictionary of Greek